Τι είναι το ΔΙΚΤΥΟ ΑΥΤΟΝΟΜΩΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΩΝ ΑΡΙΣΤΕΡΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ;

ΔΙΚΤΥΟ: Συντονίζουμε τη δράση μας μέσω πανελλαδικών συνελεύσεων ανοίγοντας διαύλους πολιτικής επικοινωνίας μεταξύ μας.

ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ: Αμφισβητούμε κάθε μορφή κηδεμονευόμενου συνδικαλισμού και πολιτικής εξάρτησης.

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΣΜΟΣ: Επιδιώκουμε την όξυνση των κοινωνικών διεκδικήσεων και διαφωνούμε με κάθε λογική εφησυχασμού και μοιρολατρίας.

ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Τοποθετούμε το "εμείς" πάνω από το "εγώ" και οραματιζόμαστε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλευση.

ΣΧΗΜΑ: Λαμβάνουμε τις πολιτικές μας αποφάσεις μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, ανοιχτές στον οποιοδήποτε, αντιτιθέμενοι σε κάθε ιεραρχικό μοντέλο παραταξιακής οργάνωσης.


25.11.07

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ


Τα τελευταία δύο χρόνια, ύστερα από δεκαετίες σιωπής και αδράνειας το φοιτητικό κίνημα κατάφερε όχι μόνο να αναγεννηθεί και να μαζικοποιηθεί αλλά και να πετύχει σημαντικές υλικές νίκες μπροστά στην αντιδραστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που προωθείται από την κυβέρνηση και υποστηρίζεται από την αξιωματική αντιπολίτευση. Στην πρώτη φάση του το φοιτητικό κίνημα κατάφερε να παγώσει το νομοσχέδιο που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επεδίωκε να περάσει στο θερινό τμήμα της Βουλής. Ενώ στη δεύτερη φάση του το Γενάρη-Φλεβάρη-Μάρτη κατάφερε να σπάσει τη δικομματική συνεννόηση γύρω από την αναθεώρηση του άρθρου 16, να σταματήσει ολόκληρη την αντιδραστική συνταγματική αναθεώρηση που είχε ως στόχο την ευρεία εμπορευματοποίηση κοινωνικών αγαθών όπως η δημόσια δωρεάν παιδεία. Το φοιτητικό κίνημα απέκτησε τέτοια δυναμική λόγω της ενωτικής δράσης όλων των αριστερών δυνάμεων όπου μαζί με τους ανένταχτους φοιτητές δημιούργησαν ένα στέρεο πλαίσιο διεκδικήσεων γύρω από τα κοινά επίδικα. Επιπλέον το κίνημα κατάφερε να ενεργοποιήσει και να ριζοσπαστικοποιήσει ένα μεγάλο μέρος φοιτητών, κατάφερε να διαμορφώσει ισχυρές κοινωνικές συμμαχίες ανάγοντας την παιδεία σε μείζον κοινωνικό ζήτημα και απέδειξε ότι με συλλογικούς κοινωνικούς αγώνες τα κινήματα μπορούν να αποβούν νικηφόρα.

Οι εθνικές εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου ανέδειξαν μια κυβέρνηση κοινωνικής μειψηφίας 42%, μια αξιωματική αντιπολίτευση βυθισμένη σε μια δομική κρίση, μια αριστερά ενισχυμένη στο σύνολό της όπου αθροιστικά τα ποσοστά της είναι από τα υψηλότερα την τελευταία 20ετία, και παράλληλα την πρώτη είσοδο ακροδεξιού κόμματος στη Βουλή μεταπολιτευτικά. Σε περιόδους κοινωνικής όξυνσης όπως αυτή που βιώνουμε παρατηρείται ιστορικά μια πόλωση της κοινωνίας τόσο προς τα αριστερά όσο και προς τα δεξιά. Για το λόγο αυτό είναι κρίσιμο ως ΔΑΡΑΣ, και στο χώρο του Πανεπιστημίου που παρεμβαίνουμε, να αναχαιτίζουμε διαρκώς ακροδεξιές απόψεις που εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα στο δημόσιο λόγο προκειμένου να αποτρέψουμε την δημιουργία ενός ζωτικού χώρου που θα μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης αναπαραγωγής ρατσιστικών και φασιστικών προτύπων στο μέλλον.Οι συσσωρευμένες κινηματικές εμπειρίες που μας άφησε παρακαταθήκη το φοιτητικό κίνημα μας κάνει να πιστεύουμε ότι οι αντιθέσεις που υπάρχουν δημιουργούν ίσως ένα πολιτικό σκηνικό ευνοϊκότερο για την συγκρότηση ενός ενιαίου πανεκπαιδευτικού μετώπου που παλεύει για την προάσπιση και διεύρυνση του δημόσιου αγαθού, τη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες της.

Η Νέα Δημοκρατία, από τις πρώτες εβδομάδες της δεύτερης αυτής τετραετίας επιχειρεί να ανοίξει το ζήτημα του Ασφαλιστικού προωθώντας μεταρρυθμίσεις που πλήττουν τη γενιά των σημερινών 40άρηδων, τη γενιά των 500ων ευρώ, και κυρίως τους αυριανούς εργαζόμενους. Αυτό σε συνάρτηση με τον συνεχιζόμενο αγώνα των φοιτητών/τριών δημιουργεί ύστερα από πολλά χρόνια μια συγκυρία όπου το εργατικό κίνημα μπορεί και είναι αναγκαίο να συνδεθεί με το φοιτητικό σε ενιαία αγωνιστική συμπόρευση, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών κοινωνικών αντιστάσεων απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Και αυτό όχι με όρους απλής αλληλεγγύης, αλλά ακριβώς γιατί οι σημερινοί φοιτητές είναι οι αυριανοί εργαζόμενοι που καλούνται να επιβιώσουν σε καθεστώς επισφάλειας, ελαστικών σχέσεων εργασίας και διαρκούς επανακατάρτισης. Σε κάθε περίπτωση, η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση δεν μπορεί να ιδωθεί ξεκομμένα από τη νεοφιλελεύθερη επίθεση σε κεκτημένα κοινωνικά δικαιώματα, όπως το ασφαλιστικό, και τις νέες εργασιακές σχέσεις.

Παράλληλα, ο νέος προϋπολογισμός του 2008, <<το εθνικό ζήτημα μείζονος σημασίας>> που επικαλέστηκε η Νέα Δημοκρατία για να προσφύγει στις κάλπες, προβλέπει ότι οι δαπάνες για την παιδεία θα ανέρχονται μόλις στο 3% επί του ΑΕΠ. Δεν πρέπει να μας διαφύγει βέβαια, το γεγονός ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μιλούσε για το 5% από το 2004. Το νέο σχέδιο του προϋπολογισμού φανερώνει με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο ότι η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας αποσκοπεί στην περαιτέρω υποβάθμιση του δημόσιου τομέα εν γένει και στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, πολιτική προοπτική που είχε ξεκινήσει και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Συμπερασματικά μπορούμε να σημειώσουμε ότι στρατηγική επιλογή του νεοφιλελευθερισμού είναι η παράδοση των δημόσιων αγαθών (παιδεία, υγεία κλπ) στο κεφάλαιο.

Το πανεκπαιδευτικό κίνημα ήρθε αντιμέτωπο και με την καταστολή. Άμεσα με την αστυνομική βία, με προσαγωγές, προληπτικές συλλήψεις, χρήση χημικών και ξυλοδαρμούς. Έμμεσα μέσω των ΜΜΕ, τα οποία λειτουργώντας ως φερέφωνο της κυβέρνησης, συκωφαντούσαν το φοιτητικό κίνημα, αποσιωπώντας τις αιχμές του, προβάλλοντας, σχεδόν αποκλειστικά, μεμονωμένα χαρακτηριστικά.

Σε αυτό το αναδιατεταγμένο πολιτικό σκηνικό οφείλουμε να εξετάσουμε τις νέες συνθήκες που επικρατούν στο εκπαιδευτικό πεδίο.

Η νέα ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, κάτω από το μανδύα της μετριοπάθειας, προέβη σε τρεις πρώτες <<αναγνωριστικές>> κινήσεις: 1) την απόσυρση του βιβλίου της Ιστορίας 2) την επιβράδυνση των διαδικασιών για την αναθεώρηση του άρθρου 16 και 3) την αναστολή εφαρμογής ορισμένων σημείων του νόμου-πλαισίου.

Όσον αφορά ειδικά το νόμο-πλαίσιο σε αρκετά τμήματα και σχολές έχει ήδη αρχίσει η εφαρμογή διατάξεών του. Ας αναφερθούμε απλά στην εν μέσω θέρους άρση του Ασύλου στο ΑΕΙ του Ηρακλείου, την περικοπή δωρεάν συγγραμμάτων στο ΠΑΜΑΚ, τις διαγραφές φοιτητών στη Θράκη (που απλά κόλλησαν στη γραφειοκρατία), στα συνεχή προβλήματα ασύλου στο ΑΠΘ και στην υιοθέτηση της αξιολόγησης στα ΤΕΙ Καβάλας ως προϋπόθεση για την χρηματοδότηση του ιδρύματος. Μπορούμε, λοιπόν, εύκολα να συμπεράνουμε ότι στο εσωτερικό των σχολών η εφαρμογή του βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη.

Η νομοθετική δραστηριότητα της κυβέρνησης στον τομέα της παιδείας που θέτει ως στόχο την μετατροπή των τεχνολογικών και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων σε πειθαρχημένα εκπαιδυτήρια, συνεχίστηκε με τα νομοσχέδια που αφορούν την έρευνα και τα μεταπτυχιακά. Τα δύο αυτά νομοσχέδια κινούνται στην ίδια λογική και είναι σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Μπολόνια και της Λισαβόνας. Αναφορικά με το νομοσχέδιο για την έρευνα, αυτό προβλέπει τη δυνατότητα της κυβέρνησης να χρηματοδοτεί κατά προτεραιότητα ερευνητικά προγράμματα με προφανή στόχο να ορίζει η ίδια ποια από αυτά θα πραγματοποιούνται και ποια όχι.

Το μοντέλο λοιπόν που προωθείται από την κυβέρνηση είναι το ακόλουθο: Έχουμε από τη μία τα δημόσια ερευνητικά ινστιτούτα που ελέγχονται από διοριζόμενα μέλη του ΔΣ και απειλούνται συνεχώς από τη διακοπή χρηματοδότησης. Την ίδια στιγμή που η χρηματοδότηση της έρευνας ανέρχεται μόλις στο 0,55% επί του ΑΕΠ, η κυβέρνηση προσπαθώντας να μεταθέσει τις ευθύνες της ως προς αυτό, καταθέτει νομοσχέδιο για να αντιμετωπίσει δήθεν διοικητικές δυσλειτουργίες στα ερευνητικά προγράμματα. Αυτά λειτουργούν με σκοπό τη μεγιστοποίηση του επιχειρηματικού κέρδους μέσω της απευθείας συμμετοχής εκπροσώπων επιχειρήσεων στη διοίκηση των Δημόσιων Ερευνητικών Ινστιτούτων. Στην περίπτωση που αυτός ο σκοπός δεν εκπληρώνεται τότε το Υπουργείο Παιδείας μπορεί να στραφεί στα ιδιωτικά ερευνητικά κέντρα (έμμεση κρατική χρηματοδότηση).

Όσον αφορά δε το νομοσχέδιο για τα μεταπτυχιακά αυτό ορίζει ότι μόνο ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα ανά τμήμα θα χρηματοδοτείται από το κράτος. Εάν το τμήμα επιθυμεί να πραγματοποιεί κι άλλα θα πρέπει να στραφεί σε χορηγούς ή στην επιβολή διδάκτρων. Επίσης για την ίδρυση Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών θα είναι απαραίτητη η αντιστοίχηση των μαθημάτων με συγκεκριμένες πιστωτικές μονάδες, ενώ ορίζεται η αξιολόγηση ως απαραίτητη προϋπόθεση τόσο για την ίδρυση όσο και για τη λειτουργία των Προγραμμάτων αυτών. Ουσιαστικά λοιπόν η έρευνα φεύγει από τα μεταπτυχιακά και πάει στα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα όπου θα είναι ελεγχόμενη από την κυβέρνηση.

Τα δύο αυτά νομοσχέδια αποσκοπούν σύμφωνα με την κυβέρνηση στον συνδυασμό της έρευνας και της ανάπτυξης της χώρας, η οποία αντιμετωπίζεται ως κοινωνικά-ιδεολογικά ουδέτερη, στην ουσία όμως μιλάμε κυρίως για την εφαρμοσμένη, καθώς η βασική έρευνα δεν χρηματοδοτείται, και οι μεταπτυχιακές σπουδές μετατρέπονται σε εμπόρευμα και ανταλλάξιμες μονάδες για νέους και νέες που θέλουν να προσληφθούν στο δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ.

Οι εξελίξεις στο χώρο της εκπαίδευσης έφεραν στο προσκήνιο και την ισοτίμηση των πτυχίων των δημόσιων πανεπιστημίων και κυρίως των ΤΕΙ με αυτά των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών. Από τις 20/10 η κοινοτική οδηγία για την αναγνώριση των ΚΕΣ δεσμεύει τη χώρα μας να εναρμονιστεί. Αυτό σηματοδοτεί την αναγνώριση αυτών των κολλεγίων ως πανεπιστήμια και ΤΕΙ δηλαδή την προσπάθεια αναθεώρησης του αρ. 16 επί της ουσίας. Η ισοτίμηση των τίτλων αυτών θα λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης μεταξύ των ΚΕΣ και των δημοσίων ανώτατων ιδρυμάτων και θα ανοίξει τον δρόμο για τη λειτουργία των τελευταίων με κριτήρια αγοράς. Τα πτυχία μας θα υποβαθμίζονται καθώς τα κέντρα αυτά ακολουθούν ένα υπερεξειδικευμένο πρόγραμμα σπουδών, οδηγώντας στην απόκτηση τίτλων σπουδών-πτυχίων που παράγουν αποφοίτους αυστηρώς καταρτισμένους, με σπασμένα επαγγελματικά δικαιώματα από τη στιγμή που αναγνωρίζονται ως ισότιμα με αυτά των συγκεκριμένων ιδιωτικών δομών εκπαίδευσης. Ακόμα συντελείται ένα σημαντικό βήμα για τη διαδικασία διάσπασης των πτυχίων μας σε δύο κύκλους με στόχο τον ακόμα μεγαλύτερο κατακερματισμό των επαγγελματικών μας δικαιωμάτων και κατά συνέπεια των συλλογικών διεκδικήσεων. Τελικός στόχος των νεοφιλελεύθερων επιλογών στην εκπαίδευση είναι η παραγωγή αποφοίτων που θα διαθέτουν ένα συνοθήλευμα δεξιοτήτων και όχι μια σφαιρική και κριτικήαντίληψη ενός γνωστικού αντικειμένου, είναι το μοντέλο εργαζόμενου ευέλικτου - απασχολήσιμου χωρίς δυνατότητα να διεκδικεί τα δικαιώματά του. Αυτό έχει ως συνέπεια να παρουσιάζεται ως αναγκαιότητα η συνεχής κατάρτιση εργαζομένων μέσω των ΙΔΒΕ.

Λαμβάνοντας υπόψη μας όλα τα παραπάνω καθώς και τις εξελίξεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με τις καταλήψεις στα σχολεία οφείλουμε να εξετάσουμε και τους στόχους του φοιτητικού κινήματος για το χρόνο που έρχεται.

ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Το μετεκλογικό σκηνικό θέτει νέα καθήκοντα και δεδομένα για τη δημιουργία ενός ενιαίου πανεκπαιδευτικού μετώπου. Παράλληλα με τις απτές υλικές του νίκες το φοιτητικό κίνημα κατάφερε εδώ και δύο χρόνια να βρίσκεται η παιδεία στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και να καθορίζει σε σημαντικό βαθμό την πολιτική επικαιρότητα.

Επομένως, όπως ήδη αναφέραμε, οι στόχοι του πανεκπαιδευτικού κινήματος οφείλουν να οριοθετηθούν εκ νέου. Πρώτο ζήτημα που μπαίνει είναι το μπλοκάρισμα και η απόσυρση του νέου νόμου-πλαισίου καθώς και η κατάργηση των ΚΕΣ. Εδώ θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι οι νέοι/νέες που επιλέγουν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους στα ΚΕΣ δεν αποτελούν τους εχθρούς ή αντιπάλους μας, αφού και οι ίδιοι είναι θύματα αυτού του αντιεκπαιδευτικού συστήματος και της βάσης του 10. Οι νίκες του φοιτητικού κινήματος που ήδη σημειώθηκαν πρέπει να τονιστούν και να αποτελούν σημείο αναφοράς για τους αγώνες που έρχονται, αφού δείχνουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι οι συλλογικοί αγώνες μπορούν να πετύχουν σημαντικές νίκες.

Επίσης, το ζήτημα του ενιαίου συντονισμού βρίσκεται ξανά μπροστά μας. Του συντονισμού τόσο στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος όσο και με τις υπόλοιπες εκπαιδευτικές δυνάμεις. Η έλλειψή του οδήγησε σε αδυναμία σύμπλευσης φοιτητών και καθηγητών στα όργανα συνδιοίκησης με αποτέλεσμα και την αδυναμία μπλοκαρίσματος της εφαρμογής του νόμου-πλαισίου.

Ως πρώτο στόχο οφείλουμε να θέσουμε την επανενεργοποίηση των Φοιτητικών Συλλόγων μέσω των Γενικών Συνελεύσεων με σκοπό την πολιτική αντιπαράθεση και αναμέτρηση του αγωνιστικού μπλοκ με τις αντιδραστικές δυνάμεις. Αποτελεί βέβαια πραγματικότητα ότι σημαντικό κομμάτι του κόσμου απέχει προς στιγμήν από τις συλλογικές διεργασίες και λόγω του ότι η τελευταία εξεταστική περίοδος ήταν προβληματική, κυρίως σε σχολές με ισχυρές συντηρητικές πλειοψηφίες που θέλησαν να καλλιεργήσουν ένα τιμωρητικό κλίμα ρεβανσισμού. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο να προσαρμοστεί η τακτική μας στις νέες αιχμές που ορίζει η συγκυρία και να δημιουργήσουμε τους όρους αναζωπύρωσης, προωθώντας και θετικά αιτήματα που απαντούν στις καθημερινές ανάγκες του φοιτητή/τριας. Επιπλέον, θα πρέπει να μπλοκάρουμε κάθε προσπάθεια εφαρμογής του νέου νόμου-πλαίσιο και μέσα από τα όργανα συνδιοίκησης, τις συγκλήτους και τις γενικές συνελεύσεις τμημάτων με κινηματικούς όρους.

Τέλος οφείλουμε να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για την ανασυγκρότηση ενός ενιαίου πανεκπαιδευτικού μετώπου το οποίο θα είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει τις νέες κυβερνητικές επιλογές. Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να <<παγώσει>> τις κινητοποιήσεις για να στραφεί σε άλλα μέτωπα, όπως το ασφαλιστικό.

Αριστερή Ενότητα

Η διαδικασία του μεγαλειώδους φοιτητικού κινήματος 2006-07, μας οδήγησε στην εξαγωγή, εκτός των άλλων, του συμπεράσματος ότι μόνο οι ενωτικοί αγώνες γύρω από τα κοινά επίδικα μπορούν να είναι ενωτικοί και νικηφόροι. Ως Δίκτυο Αυτόνομων Ριζοσπαστικών Αριστερών Σχημάτων συγκροτήσαμε μαζί με άλλες συλλογικότητες, ανεξάρτητα σχήματα της Αριστεράς αλλά και ανένταχτους αγωνιστές και αγωνίστριες την Αριστερή Ενότητα. Η Αρ.Εν. δημιουργήθηκε με στόχο την ανασύνθεση της φοιτητικής αριστεράς. Το νέο αυτό πολιτικό μόρφωμα δεν έχει στόχο να εξαλείψει τις ιδεολογικές διαφορές, ούτε να θίξει την αυτονομία κάθε συλλογικότητας, αλλά να ορίσει τα κοινά επίδικα πάνω στα οποία η αριστερά θα κινηθεί ενωτικά και θα βοηθήσει να εκφραστούν τα μεγάλα και μαζικά κινήματα. Λειτουργούμε από κοινού ανά σχολή, ανά πόλη και πανελλαδικά με διήμερα συντονιστικά, με κοινές αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, κοινά πλαίσια, πρωτοβουλίες και εκδηλώσεις. Στα πρώτα βήματα λειτουργίας της Αρ.Εν είναι λογικό να εμφανίζονται κατά τόπους σε διάφορες σχολές ανά την Ελλάδα κάποια προβλήματα και δυσλειτουργίες. Αυτά έχουν να κάνουν και με τον τρόπο της αρχικής συγκρότησής της και με το γεγονός ότι οι συνιστώσες που συμμετέχουν σε αυτό το εγχείρημα έχουν διαφορετικό τρόπο λήψης αποφάσεων και λειτουργίας. Όμως ας μην ξεχνάμε ότι η Αρ.Ε. συγκροτείται από δυνάμεις που προέρχονται από διαφορετικούς και ετερόκλητους ιστορικά και πολιτικά χώρους. Εξάλλου και η συζήτηση για τις δομές του Δικτύου πάνω σε πραγματικά πολιτικά επίδικα κράτησε χρόνια. Προφανώς η ξεχωριστή και διακριτή ιδεολογική ταυτότητα της Αρ.Εν. δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μηχανιστικά, με μόνη τη δημιουργία της, αλλά απαιτούνται συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Μια τέτοια πρωτοβουλία είναι η διαρκής ζύμωση στο εσωτερικό του ΔΑΡΑΣ αναφορικά με την Αρ.Εν. που έλειψε σε αυτήν την πρώτη φάση και σε αυτό οφείλονται μια σειρά δυσλειτουργιών και παραλείψεων. Επίσης επειδή η σύσταση της Αρ.Εν. αποτέλεσε τη αποκρυστάλλωση κινηματικών διεργασιών οφείλουμε διαρκώς να αναζητούμε τις νέες αιχμές της συγκυρίας πάνω στις οποίες θα επικαιροποιείται το ζήτημα της ενότητας στη δράση, τόσο των δυνάμεων της Αρ.Εν. όσο και της αριστεράς συνολικότερα.

Αυτό το ενωτικό εγχείρημα της αριστεράς δεν αποτελεί μόνο μια εκλογική συγκόλληση. Δημιουργεί πολύ καλές προοπτικές για τη μελλοντική παρέμβασή μας μέσα στις σχολές και θεωρούμε ότι τέτοια ενωτικά μετωπικά εγχειρήματα πρέπει να επιχειρηθούν σε άλλους κοινωνικούς χώρους (π.χ εργασία)

Συνεπώς πρέπει να επιδιώκουμε και να παίρνουμε πρωτοβουλίες που θα αποσκοπούν στη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης και συντροφικότητας μέσα από κοινές δράσεις στους κοινωνικούς αγώνες και συλλογικές διαδικασίες. Ιδιαίτερα σε όποιες σχολές υπάρχουν όλες οι συνιστώσες της Αριστερής Ενότητας.

Είναι στο χέρι της Αριστεράς που ρισκάρει και τολμά, είναι στο χέρι όλων μας εν τέλει το ποτάμι αυτό που συναντήσαμε στους δρόμους να συνεχίσει να ρέει για καιρό, να συγκλονίσει, να συγκινήσει και να κατακτά.

Γιατί αν όχι εμείς τότε ποιοι

αν όχι τώρα τότε πότε

Powered By Blogger