Τι είναι το ΔΙΚΤΥΟ ΑΥΤΟΝΟΜΩΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΩΝ ΑΡΙΣΤΕΡΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ;

ΔΙΚΤΥΟ: Συντονίζουμε τη δράση μας μέσω πανελλαδικών συνελεύσεων ανοίγοντας διαύλους πολιτικής επικοινωνίας μεταξύ μας.

ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ: Αμφισβητούμε κάθε μορφή κηδεμονευόμενου συνδικαλισμού και πολιτικής εξάρτησης.

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΣΜΟΣ: Επιδιώκουμε την όξυνση των κοινωνικών διεκδικήσεων και διαφωνούμε με κάθε λογική εφησυχασμού και μοιρολατρίας.

ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Τοποθετούμε το "εμείς" πάνω από το "εγώ" και οραματιζόμαστε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλευση.

ΣΧΗΜΑ: Λαμβάνουμε τις πολιτικές μας αποφάσεις μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, ανοιχτές στον οποιοδήποτε, αντιτιθέμενοι σε κάθε ιεραρχικό μοντέλο παραταξιακής οργάνωσης.


13.12.07

ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΑ


Το εκπαιδευτικό κίνημα του προηγούμενου διαστήματος πέτυχε σημαντικές νίκες. Αυτό όμως δεν αρκεί για να αποθαρρύνει την κυβέρνηση, που δηλώνει ρητά ότι η νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική αναδιάρθρωση θα συνεχιστεί. Επόμενος κρίκος στην αλυσίδα των μεταρρυθμίσεων, μετά το άρθρο 16, το νόμο πλαίσιο, τα ΙΔΒΕ, ΔΟΑΤΑΠ, Αξιολόγηση, τις πιστωτικές μονάδες είναι τα μεταπτυχιακά και η έρευνα, ένα πεδίο όπου ήδη εφαρμόζονται πτυχές αυτής της πολιτικής. Η απλήρωτη εργασία, τα δίδακτρα, οι εντατικοποίηση και η έλλειψη συλλογικών διεκδικήσεων είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Μια προσεκτική ματιά στα νομοσχέδια φανερώνει ότι πρόθεση του υπουργείου δεν είναι να λύσει τα μείζονα προβλήματα των μεταπτυχιακών σπουδών, αλλά να αποκρύψει τον πραγματικό τους ρόλο, να βαθύνει σε αυτές τη λογική της αγοράς, τις αξίες της «ανταγωνιστικότητας» και να μειώσει το κόστος συντήρησής τους στο ελάχιστο.

Πρώτα όμως πρέπει να αναγνωρίσουμε το σκοπό ενός μεταπτυχιακού στον σύγχρονο εκπαιδευτικό μηχανισμό. Η πλειοψηφία των φοιτητών που επιλέγουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους μετά το πτυχίο, το κάνουν με μοναδικό σκοπό να βρουν δουλειά ευκολότερα και με καλύτερες αποδοχές και όχι γενικά και αόριστα για να αποκτήσουν περισσότερες γνώσεις. Δηλαδή, στην πράξη η αξία του πτυχίου υποβαθμίζεται εδώ και χρόνια «δια της πλαγίας οδού», ενώ παράλληλα επιτελείται και μια διαδικασία διαχωρισμού των αποφοίτων των σχολών σε αυτούς που συνεχίζουν και σε αυτούς που εντάσσονται άμεσα στην παραγωγική διαδικασία, με αποτέλεσμα τη διάσπαση των επαγγελματικών δικαιωμάτων, μια εκπαίδευση πολλών ταχυτήτων και το βάθεμα του διαχωρισμού πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας. Σε τελική ανάλυση, με τους νέους νόμους για τα μεταπτυχιακά και την έρευνα, η κυβέρνηση προσπαθεί να βαθύνει το ρόλο τους και να εδραιώσει τη νεοφιλελεύθερη λογική σε αυτή τη βαθμίδα της εκπαίδευσης.

Έρευνα

Η κρατική χρηματοδότηση της έρευνας στην Ελλάδα ανέρχεται στο 0.55% του προϋπολογισμού. Το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο όχι μόνο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (2.5%) αλλά και από το αντίστοιχο ποσοστό κάθε άλλης χώρας της Ε.Ε των 27. Σύμφωνα με το υπουργείο όμως, το πρόβλημα είναι οι αλληλοεπικαλύψεις στην ερευνητική διαδικασία και η κατ' επέκταση σπατάλη πόρων. Για να το αντιμετωπίσει φτιάχνει μία δαιδαλώδη, γραφειοκρατική και οπωσδήποτε δυσλειτουργική δομή πέντε επιτροπών που η μία θα συμβουλεύει την άλλη και όλες μαζί την διυπουργική επιτροπή που θα αποτελείται από τον πρωθυπουργό και δώδεκα υπουργούς και θα έχει τον τελευταίο λόγο για την κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει να κινηθεί συνολικά η έρευνα στην χώρα. Σε αυτές τις επιτροπές δε θα συμμετέχει εκπρόσωπος των πανεπιστημιακών ή των φοιτητών. Αντίθετα θα συμμετέχουν ερευνητές «εγνωσμένου κύρους», δηλαδή οι ευνοούμενοι της κάθε κυβέρνησης, καθώς και εκπρόσωποι των επιχειρήσεων οι οποίοι έχουν ως σκοπό «να μεταφέρουν ερεθίσματα από τον κόσμο της αγοράς», όπως αναφέρεται στο κείμενο του νομοσχεδίου.

Η κυβέρνηση όμως αλλάζει και την σύσταση των Δ.Σ. των ερευνητικών κέντρων. Συγκεκριμένα, στο ΔΣ κάθε ερευνητικού κέντρου θα τοποθετείται και ένα μέλος διορισμένο από την κυβέρνηση, ενώ δημιουργούνται σε όλα τα ερευνητικά κέντρα Επιστημονικά Συμβούλια στα οποία συμμετέχουν υποχρεωτικά εκπρόσωποι των επιχειρήσεων. Αυτό προφανώς σημαίνει ότι η έρευνα θα είναι απροκάλυπτα κατευθυνόμενη, έως και μεροληπτική, όταν αυτό επιβάλλει το συμφέρον της εκάστοτε επιχείρησης. Ιδιαίτερα τώρα που η κυβέρνηση έχει δικαίωμα να χρηματοδοτεί «κατά προτεραιότητα» τα ερευνητικά προγράμματα που αυτή επιθυμεί, είναι φανερό ποια θα υλοποιούνται τελικά και ποια όχι.

Όλοι καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι στόχος τους είναι Ερευνητικά Ινστιτούτα «τυπικά δημόσια», αλλά πλήρως ελεγχόμενα και οικονομικά εξαρτημένα, που παράγουν έρευνα για επιχειρήσεις αγνοώντας τις κοινωνικές ανάγκες. Και βέβαια, όταν υπάρχει ανάγκη, τα ιδιωτικά ερευνητικά κέντρα, που έμμεσα χρηματοδοτούνται από το κράτος, μπορούν να προσφέρουν τη διακριτική τους βοήθεια.

Μεταπτυχιακά

Έχει αξία να τονίσουμε ότι οι προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές είναι άμεσα συνδεδεμένες και δεν είναι τυχαίο ότι οι μεταρρυθμίσεις στα μεταπτυχιακά είναι στην ουσία ο «δούρειος ίππος» της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Οι ίδιοι άξονες που απασχόλησαν το φοιτητικό κίνημα το προηγούμενο διάστημα είναι και εδώ παρόντες.

Κύριο χαρακτηριστικό του νομοσχεδίου είναι η αναγνώριση και χρησιμοποίηση των πιστωτικών μονάδων και των Μεταπτυχιακών Διπλωμάτων Ειδίκευσης (ΜΔΕ), με κύριο στόχο την εξατομίκευση και απαξίωση των πτυχίων και τη προώθηση των δύο κύκλων σπουδών, σύμφωνα με τη λογική της Μπολόνια. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ίδρυση προγραμμάτων είναι η αντιστοίχηση των μαθημάτων με συγκεκριμένες «Πιστωτικές» (όχι «Διδακτικές») Μονάδες (credits). Το σύστημα των Πιστωτικών Μονάδων εισάγεται και στο προπτυχιακό επίπεδο για να ποσοτικοποιήσει την επιστημονική γνώση (με βάση το φόρτο εργασίας και όχι τον όγκο γνώσης) και να διασπάσει τα πτυχία και τα γνωστικά αντικείμενα καθώς και να μας εντάξει σε ένα διαρκές κυνήγι πιστωτικών μονάδων και δεξιοτήτων για την αγορά. Ακόμη περισσότερο, για να μπορεί ένας φοιτητής να κάνει διδακτορικό θα πρέπει να έχει αναγκαστικά ήδη ΜΔΕ, που σημαίνει ότι υποβαθμίζεται η αξία και αυτάρκεια του πτυχίου σε ακαδημαϊκό και επαγγελματικό επίπεδο.

Επίσης, η χρηματοδότηση του μεταπτυχιακού μπορεί να γίνεται από ιδιώτες, κάτι που σημαίνει ότι μια επιχείρηση θα μπορεί να ελέγχει την εκπαιδευτική διαδικασία, να την κατευθύνει προς όφελός της και να δίνεται έτσι βάρος μόνο σε τομείς «κερδοφόρους», αγνοώντας άλλους τομείς που μπορεί να προωθούν την επιστήμη και να συμβάλλουν στην κοινωνική ευημερία, αλλά δεν αποδίδουν άμεσο κέρδος. Είναι προφανές άλλωστε, ότι κανένας ιδιώτης δε θα χρηματοδοτούσε ένα πρόγραμμα για τη βασική έρευνα καθεαυτή, ενώ θα ενδιαφερόταν άμεσα για άλλα που να παράγουν άμεσα, συγκεκριμένα προϊόντα προς εκμετάλλευση. Είναι επίσης προφανές, ότι οι θεωρητικές επιστήμες (και όσες ακόμα δεν παράγουν οικονομικά εκμεταλλεύσιμα αποτελέσματα) δε θα έχουν πια μεταπτυχιακά λόγω έλλειψης πόρων. Σημαντικό στοιχείο στις μεταπτυχιακές σπουδές είναι και τα δίδακτρα, τα οποία υπήρχαν και στο παρελθόν. Όμως τώρα κάθε τμήμα θα μπορεί να χρηματοδοτεί μόνο ένα πρόγραμμα με κρατικούς πόρους. Αυτό σημαίνει ότι τώρα τα δίδακτρα γενικεύονται, ακόμα και σε τμήματα που δεν υπήρχαν, και οι φοιτητές θα αναγκαστούν από το νόμο να αναζητήσουν άλλους πόρους, με ότι αυτό συνεπάγεται.

Ακόμη, για την εκπόνηση διδακτορικών τα οποία θα γίνονται κυρίως στα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα (ΕΠΙ)που προβλέπονται από το ν/σ προγράμματος από εδώ και πέρα, το οικείο τμήμα θα πρέπει να έχει υποβληθεί στην διαδικασία «εξωτερικής αξιολόγησης». Δηλαδή, όποιο τμήμα αντιλαμβάνεται την «αξιολόγηση» ως αντιακαδημαϊκή (στον σχετικό νόμο δεν έχουν οριστεί καθαρά τα κριτήρια της «αξιολόγησης» αλλά είναι σίγουρο πως θα έχουν ως βάση την μεγιστοποίηση του επιχειρηματικού κέρδους) και δεν την εφαρμόζει θα τιμωρείται με την απαγόρευση ίδρυσης ΕΠΙ και κατά συνέπεια τον ασφυκτικό περιορισμό των διδακτορικών. Εδώ πια μιλάμε για καθαρό εκβιασμό σε όσες σχολές προβάλουν αντίσταση στα σχέδια του υπουργείου και των προσφιλών του επιχειρήσεων.

Συν τοις άλλοις, οι υποψήφιοι διδάκτορες είναι υποχρεωμένοι να παράσχουν τον πρώτο χρόνο εκπαιδευτικές υπηρεσίες στο πανεπιστήμιο. Ενισχύεται έτσι η μαύρη εργασία που ως γνωστό γίνεται κατά κόρον στο πανεπιστήμιο και μάλιστα δεν κατοχυρώνεται καμία αμοιβή. Αυτό που το νομοσχέδιο αντιπροτείνει είναι ωριαία αντιμισθία υπό προϋποθέσεις.

Τέλος, οι φοιτητές δεν έχουν εκπρόσωπο στα Δ.Σ. των Ερευνητικών Πανεπιστημιακών Ινστιτούτων και από την Συντονιστική Επιτροπή των ΠΜΣ έχουν αποκλειστεί οι εκπρόσωποι των φοιτητών, όπως προβλέπονταν και από τον προηγούμενο νόμο. Αυτό εντείνει την αυθαιρεσία και μειώνει τον έλεγχο των φοιτητών, άρα και τις διεκδικήσεις μας σε έναν πολύ ευαίσθητο και σημαντικό τομέα για την εκπαιδευτική διαδικασία.

Είναι προφανές ότι τα νομοσχέδια αυτά υλοποιούν βασικά κομμάτια της αντι-εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Η μόνη απάντηση είναι η συγκρότηση συλλογικών αντιστάσεων, η οργανωμένη αντίδραση στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και η πιο ενεργή συμμετοχή και των ίδιων των μεταπτυχιακών φοιτητών/τριων στο εκπαιδευτικό κίνημα .

Powered By Blogger